- πρόγνωση
- η / πρόγνωσις -ώσεως, ΝΜΑ [προγιγνώσκω]1. ιατρ. η πρόβλεψη από τον γιατρό τής εξέλιξης και τής κατάληξης μιας νόσου, πρόβλεψη που βασίζεται περισσότερο στην ιατρική πείρα και λιγότερο σε αντικειμενικά κριτήρια2. φρ. «θεία πρόγνωση»θεολ. μερική έκφραση τής παγγνωσίας τού Θεού ο οποίος γνωρίζει από πριν όσα πρόκειται να συμβούννεοελλ.1. πρόβλεψη («πρόγνωση τού καιρού» — η συγκέντρωση μετεωρολογικών μετρήσεων που αποσκοπεί κυρίως στη συναγωγή πληροφοριών γύρω από τη συμπεριφορά τών πολύπλοκων ατμοσφαιρικών συστημάτων, ώστε να μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα αίτια που επηρεάζουν τον καιρό και το κλίμα και να είναι δυνατόν να προβλεφθούν οι μεταβολές τους)2. βοτ. ο υπολογισμός τών πιθανοτήτων και η πρόβλεψη τής έναρξης, ανάπτυξης και εξέλιξης μιας επιδημικής φυτονόσου3. (οικον.) επισήμανση τών αναμενόμενων συνθηκών και τού επιχειρησιακού προσανατολισμού προς τις συνθήκες αυτές με τη λήψη τών κατάλληλων μέτρωνμσν.-αρχ.η εκ τών προτέρων αντίληψη αυτών που θα συμβούν στο μέλλον, προαίσθησηαρχ.1. προφητεία2. ως κύριο όν. Πρόγνωσιςτίτλος έργου τού Δημοκρίτου3. φρ. «Κῳακαὶ προγνώσεις» — τίτλος έργου τού Ιπποκράτους.
Dictionary of Greek. 2013.